Το μπιμπερό στην κωλότσεπη και οι Ανώνυμοι Χρεοκοπημένοι

 

Δημοσιεύτηκε στο Onlynews στις 28/8/2012

Της Δώρας Βλάχου

Όγδοη μέρα διακοπών, είναι η σειρά μου να βγω για προμήθειες, καθώς εφέτος αποφασίσαμε να εκτιμήσουμε το σπιτικό φαγητό και να επισκεφθούμε ελάχιστες φορές τα ταβερνάκια του νησιού.

Ξεκίνησα απρόθυμα, νωρίς το πρωί, αμπονόρα κατά την κερκυραϊκή διάλεκτο. Έσερνα το καρότσι του σουπερ μάρκετ, έσερνα και τις σαγιονάρες μου στους διαδρόμους του. Είμαι σίγουρη ότι οι ίδιες αυτές σαγιονάρες θα προτιμούσαν να βρίσκονται τώρα κάτω από το κρεβάτι μου, να με περιμένουν να ξυπνήσω για να πάμε μαζί στην παραλία και να τις βουλιάξω στην άμμο.

Πέταξα βαριεστημένα μέσα στο καρότσι πέντε κουτιά γάλα που έκαναν αντίστοιχα πέντε ηχηρά γκλοοοονγκ! και κατρακύλησαν προς το μέρος των μπισκότων. Να πάρω σιμιγδάλι και μαστίχα, τα παιδιά ζήτησαν σάμαλι. Να πάρω και after sun που κάνει το δέρμα σαν βελούδο. Μην ξεχάσω να ζυγίσω τα λαχανικά πριν φτάσω στο ταμείο.

Η λίστα ήταν ακόμα αρκετά μεγάλη και βαρετή. Κι εκεί που έψαχνα για μωρομάντηλα επειδή μια φίλη είπε ότι εξαφανίζουν και τους δυσκολότερους λεκέδες από κάθε επιφάνεια, είδα την εικόνα που χαρακτήρισα ως την τρυφερότερη του καλοκαιριού: Ένα μικρό γυάλινο μπιμπερό με πασχαλίτσες, στην τζην κωλότσεπη ενός 30χρονου πατέρα. Είχε σταθεί μπροστά από τα ράφια με τις πάνες και τις κοιτούσε με δέος. Έπρεπε να επιλέξει ανάμεσα σε δεκάδες μάρκες, με χιλιάδες χρώματα πάνω στα φουσκωτά, μαλακά πακέτα, με αντίστοιχα γυμνά μωρά, που τον κοιτούσαν όλα κατάματα, καθισμένα επάνω στους αριθμούς που έγραφαν το βάρος τους. Και πιο ήταν το ιδανικό πακέτο για το δικό του μωρό;

Έβγαλε το κινητό τηλέφωνο από την άλλη κωλότσεπη και κάλεσε τη γυναίκα του: «Έλα, βρε Κικίτσα μου, δεν το βρίσκω. Στη μάρκα που μου είπες έχει μόνο για κορίτσια. Στα κιλά που θέλουμε, έχει άλλη μάρκα. Είναι και πολύ ακριβά. Εγώ λέω, ότι μέχρι το Σάββατο μπορώ να μάθω τον Σπύρο να κατουράει μόνος του. Φτάνει να του αναλύσω την οικονομική μας κατάσταση… Μη γελάς Κικίτσα, καιγόμαστε».

Ο Σπύρος της Κικίτσας και του 30χρονου, ήταν ένα φουσκωμάγουλο μωρό περίπου 6 μηνών, με καστανές μπούκλες και πράσινα μάτια ενώ μια τεράστια πιπίλα κάλυπτε το μισό του πρόσωπο που είχε το χρώμα του ροδάκινου. Ήταν βυθισμένος σε ένα μπλε καροτσάκι που τσούλαγε περήφανος και λίγο αφηρημένος ο παππούς του, ο οποίος είχε παρασυρθεί στα ράφια με τα τσιπουράκια.

Η Κικίτσα συνέχισε να μιλάει στον σαστισμένο πατέρα του μωρού της, προσπαθώντας να τον κατευθύνει προς την σωστή επιλογή της πάνας. Από τα γέλια του καταλάβαινα ότι είχε καταφέρει να τον καθησυχάσει με τρυφερότητα και χιούμορ.

Ωστόσο, με την κουβέντα εκείνος απομακρύνθηκε κι έφτασε στην άκρη του διαδρόμου. Έριξε μια γρήγορη ματιά για να βεβαιωθεί ότι το μωρό του βρίσκεται στα σίγουρα χέρια του παππού και στάθηκε τώρα μπροστά σε μια κινητή ραφιέρα με βιβλία. Κάποιο από αυτά τράβηξε το βλέμμα του και τον έκανε να κλείσει το τηλέφωνο, λέγοντας: «εντάξει Κικίτσα μου, κατάλαβα, τα λέμε σπίτι». Πήρε το βιβλίο στα χέρια του, το ξεφύλλισε για 2 – 3 λεπτά και χωρίς να το σκεφτεί πολύ, το ακούμπησε με προσοχή στο καρότσι. Δίπλα του πέταξε και το σωστό πακέτο με τις πάνες.

Χριστόφορος Κάσδαγλης, Ανώνυμοι Χρεοκοπημένοι , εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2012. Αυτό είναι το βιβλίο που κίνησε το ενδιαφέρον του νεαρού πατέρα, ο οποίος ανήκει στη γενιά που θα βγάλει το φίδι από την τρύπα. Στη γενιά που έχει ανάγκη να ακούσει ότι δεν ήρθε το τέλος του κόσμου και ότι μπορεί ακόμα να ακούγονται δυνατές φωνές διαμαρτυρίας.

Ο Χριστόφορος Κάσδαγλης είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας και έγραψε ένα βιβλίο που ανατρέπει τα κλισέ των ξένων για τους Έλληνες αλλά και των Ελλήνων για τον ίδιο τους τον εαυτό , αναζητώντας στηρίγματα και απαντήσεις. Ό,τι μας καίει καθημερινά, διατυπωμένο με θυμό, με χιούμορ αλλά και με αυτοσαρκασμό, με τρόπο που θα έφερνε σε δύσκολη θέση τους καλεσμένους οποιουδήποτε τηλεοπτικού πάνελ και θα ανάγκαζε τον παρουσιαστή να διακόψει τη συζήτηση και να ρίξει εσπευσμένα διαφημίσεις.

Με άλλα λόγια , η περιπέτεια ενός λαού που κοιμήθηκε ένα βράδυ ανάμεσα στις τριάντα πλουσιότερες χώρες του κόσμου και ξύπνησε σε παγκάκι, ανάμεσα στους παρίες της Οικουμένης. Αυτά είναι περίπου τα λόγια που δίνουν το στίγμα του περιεχομένου, εκ μέρους του εκδότη.

Εκείνο όμως που προσωπικά θα έλεγα ως αναγνώστρια, είναι ότι είναι το βιβλίο που θέλεις να διαβάζεις δυνατά , με συντροφιά άλλους συμπάσχοντες, συνέλληνες, συνοδοιπόρους. Για να διαβάζεις και να λες: «Άκου, άκου τι γράφει εδώ: Οι ενοχικοί μηχανισμοί στον άνθρωπο έχουν άμεση σχέση με την κρίση… και παρά την ιταμότητα, τον κυνισμό και το θράσος που τη διαπερνούν, η σύντομη ρήση του αντιπροέδρου μαζί τα φάγαμε δεν είναι τόσο απλοϊκή. Πατάει ακριβώς στους μηχανισμούς παραγωγής ατομικών και συλλογικών ενοχών… κι έχει μια μαλαγανιά κρυμμένη από πίσω…»

Και αφού σχολιάσεις αυτό το κεφάλαιο, πας παρακάτω και διαβάζεις , πάλι δυνατά τα περί της θεωρίας ότι «οι ψηφοφόροι έχουν την κυβέρνηση που τους αξίζει. Με άλλα λόγια, φταίμε εμείς που τους ψηφίζουμε κι όχι εκείνοι για τα αίσχη τους». Οι Ανώνυμοι Χρεοκοπημένοι , μπορούν να διαβάζονται αποσπασματικά, χωρίς να χάνει κανείς την ουσία και το ενδιαφέρον του. Σε κάθε κεφάλαιο τα συναισθήματα αναδύονται σε σωστές δόσεις. Τόσο, που να θέλεις να επιστρέψεις σε κάποια κεφάλαια, μόλις η συζήτηση φουντώσει στην παρέα και χρειαστείς ένα επιπλέον επιχείρημα.

Το διάβασα σε τρία απογεύματα , και παράλληλα σκεφτόμουν τον νεαρό πατέρα με το μπιμπερό στην κωλότσεπη. Να ήταν άνεργος επιστήμονας; Απολυμένος ή χαμηλόμισθος ιδιωτικός υπάλληλος; Χρεοκοπημένος έμπορος; Τον φανταζόμουν να σχολιάζει τα κείμενα του βιβλίου μαζί με την Κικίτσα, τη στιγμή που ο Σπύρος κοιμόταν αμέριμνος, ρουφώντας την τεράστια πιπίλα που του κάλυπτε τα μάγουλα στο χρώμα του ροδάκινου.

Σχολιάστε